Δε με κρατάει τίποτα εδώ κι εσύ το ξέρεις,
σιωπηλή, κοντά μου ξαγρυπνάς και υποφέρεις,
ψήνεις καφέ στις πέντε το πρωί και τον διαβάζεις,
είναι πικρό, στο τέλος της γιορτής να πλησιάζεις.
Είναι καιρός που θέλω να σου πω
να μη χτενίζεις τα μαλλιά σου στον καθρέφτη μου,
δε με κρατάει τίποτα εδώ,
ένα αντίο, μοναχά, έχω στην τσέπη μου.
Ήσουν αυτή που ήξερε καλά να περιμένει,
άγια μορφή, εικόνα μου παλιά, ξεθωριασμένη,
μη με ξυπνάς, δε θέλω να σε δω στον πυρετό σου,
κάθε καλό που είχα στη ζωή, ήταν δικό σου.
Είναι καιρός που θέλω να σου πω
να μη χτενίζεις τα μαλλιά σου στον καθρέφτη μου,
δε με κρατάει τίποτα εδώ,
ένα αντίο, μοναχά, έχω στην τσέπη μου.
|
De me kratái típota edó ki esí to kséris,
siopilí, kontá mu ksagripnás ke ipoféris,
psínis kafé stis pénte to pri ke ton diavázis,
ine pikró, sto télos tis giortís na plisiázis.
Ine kerós pu thélo na su po
na mi chtenízis ta malliá su ston kathréfti mu,
de me kratái típota edó,
éna antío, monachá, écho stin tsépi mu.
Ήsun aftí pu íksere kalá na periméni,
ágia morfí, ikóna mu paliá, ksethoriasméni,
mi me ksipnás, de thélo na se do ston piretó su,
káthe kaló pu icha sti zoí, ítan dikó su.
Ine kerós pu thélo na su po
na mi chtenízis ta malliá su ston kathréfti mu,
de me kratái típota edó,
éna antío, monachá, écho stin tsépi mu.
|