Tα νιάτα του έφαγε ο Στρατής
στα ναυπηγεία ολημερίς
φτιάχνει τα πιο γερά σκαριά
να παν οι άλλοι μακριά
να ταξιδέψουνε τη γη
οι τυχεροί, οι τυχεροί
T’ απόβραδο στο καπηλειό
με τον Γιωργή τον παραγιό
λένε για χώρες μακρινές
που δεν τις είδανε ποτές
ζηλεύουνε τους ναυτικούς
τους τυχερούς, τους τυχερούς
Σαράντα χρόνια στη δουλειά
φτιάχνει καράβια σαν πουλιά
κι αυτός καρφώθηκε εδώ,
δέντρο παλιό, δέντρο ξερό,
να καμαρώνει τους αϊτούς
τους τυχερούς, τους τυχερούς
Όταν πεθάνω, βρε Γιωργή
όταν σαλπάρω από τη γη
βάλε στη κάσα μου πανιά
βάλε της άλμπουρα, σκοινιά
πες πως ταξίδεψε κι αυτός
ο τυχερός, ο τυχερός
|
Ta niáta tu éfage o Stratís
sta nafpigia olimerís
ftiáchni ta pio gerá skariá
na pan i álli makriá
na taksidépsune ti gi
i ticheri, i ticheri
T’ apóvrado sto kapilió
me ton Giorgí ton paragió
léne gia chóres makrinés
pu den tis idane potés
zilevune tus naftikus
tus ticherus, tus ticherus
Saránta chrónia sti duliá
ftiáchni karávia san puliá
ki aftós karfóthike edó,
déntro palió, déntro kseró,
na kamaróni tus aitus
tus ticherus, tus ticherus
Όtan petháno, vre Giorgí
ótan salpáro apó ti gi
vále sti kása mu paniá
vále tis álbura, skiniá
pes pos taksídepse ki aftós
o ticherós, o ticherós
|