Ταξιδιώτης μοναχός, μες στους σταθμούς γυρεύω
άγγελου περπατησιά, και τον καιρό παιδεύω.
Μου ‘χαν πει πως σ’ είδανε, σε πόλη ομιχλιασμένη
να γυρνάς το σούρουπο, σαν φως που αργοπεθαίνει.
Κι έγινα τ’ ανέμου ο στεναγμός
και της βροχής ο ακριβός ο γιος
έγινες του ήλιου η ματιά
που στα όνειρά μου έχω συντροφιά.
Τ’ άγρια τα περάσματα, της προσμονής γητεύω
της καρδιάς σου το φιλί, καιρούς το σαϊτεύω
άγγελοι προσπέρασαν, με πλήγωσαν και φύγαν
μες στου κόσμου τη βουή, σαν τ’ όνειρά μου πήγαν.
Κι έγινα βροχή και κεραυνός
που να με βρεις πια, πέρασ’ ο καιρός
η ματιά σου πέτρα δε μιλά
που να σε βρω, το πλήθος με γελά.
|
Taksidiótis monachós, mes stus stathmus girevo
ángelu perpatisiá, ke ton keró pedevo.
Mu ‘chan pi pos s’ idane, se póli omichliasméni
na girnás to surupo, san fos pu argopetheni.
Ki égina t’ anému o stenagmós
ke tis vrochís o akrivós o gios
égines tu íliu i matiá
pu sta ónirá mu écho sintrofiá.
T’ ágria ta perásmata, tis prosmonís gitevo
tis kardiás su to filí, kerus to saitevo
ángeli prospérasan, me plígosan ke fígan
mes stu kósmu ti vuí, san t’ ónirá mu pígan.
Ki égina vrochí ke keravnós
pu na me vris pia, péras’ o kerós
i matiá su pétra de milá
pu na se vro, to plíthos me gelá.
|