Εσύ κι εγώ κι οι δρόμοι,
το φως δε λέει συγγνώμη,
τρέμει, χαράζει κι ανασταίνεται,
μάτια που κλαίτε μ’ αρρωσταίνετε
ζητώντας τ’ όνειρο
μια ζωή παραμύθι κι όνειρο.
Κλειδί που σπάει στη μέση
η λογική μου κι η τρέλα μου
μια μολυβιά στη φανέλα μου
την Κυριακή σαν ξυπνήσω γέλα μου,
φοβάμαι φως μου
μ’ ένα σώμα μια ψυχή
δίδυμος γκρεμός η ενοχή.
Εμείς οι δυο κι οι φόβοι
ψωμί ζεστό που κόβει
ένας εργάτης κάπου απέναντι
όσα σου δίνω είναι έναντι
σε κάποια πρέπει μου
μια ζωή να χωράει στη τσέπη μου.
Κλειδί που σπάει στη μέση
η λογική μου κι η τρέλα μου
μια μολυβιά στη φανέλα μου
την Κυριακή σαν ξυπνήσω γέλα μου,
φοβάμαι φως μου
μ’ ένα σώμα μια ψυχή
δίδυμος γκρεμός η ενοχή.
Εσύ κι εγώ κι οι δρόμοι…
|
Esí ki egó ki i drómi,
to fos de léi singnómi,
trémi, charázi ki anastenete,
mátia pu klete m’ arrostenete
zitóntas t’ óniro
mia zoí paramíthi ki óniro.
Klidí pu spái sti mési
i logikí mu ki i tréla mu
mia moliviá sti fanéla mu
tin Kiriakí san ksipníso géla mu,
fováme fos mu
m’ éna sóma mia psichí
dídimos gkremós i enochí.
Emis i dio ki i fóvi
psomí zestó pu kóvi
énas ergátis kápu apénanti
ósa su díno ine énanti
se kápia prépi mu
mia zoí na chorái sti tsépi mu.
Klidí pu spái sti mési
i logikí mu ki i tréla mu
mia moliviá sti fanéla mu
tin Kiriakí san ksipníso géla mu,
fováme fos mu
m’ éna sóma mia psichí
dídimos gkremós i enochí.
Esí ki egó ki i drómi…
|