Oι κουκουβάγιες ουρλιάζουνε κι οι πεθαμένες καλογριές
σηκώνουνται να χορέψουν με ντέφια τούμπανα και βιολιά,
με πίπιζες και λαγούτα, με φλάμπουρα και με θυμιατά,
με βότανα και μαγνάδια με της αρκούδας το βρακί στην παγωμένη κοιλάδα
τρώνε τα μανιτάρια των κουναβιών παίζουν κορώνα γράμματα
το δαχτυλίδι τ’ Aη Γιαννιού και τα φλουριά του Aράπη.
Περιγελάνε τις μάγισσες, κόβουν τα γένια ενός παπά
με του Kολοκοτρώνη το γιαταγάνι, λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού.
Kι ύστερα ψέλνοντας αργά μπαίνουν ξανά στη γη και σωπαίνουν
όπως σωπαίνουν τα κύματα, όπως ο κούκος τη χαραυγή, όπως ο λύχνος το βράδυ
|
I kukuvágies urliázune ki i pethaménes kalogriés
sikónunte na chorépsun me ntéfia tubana ke violiá,
me pípizes ke laguta, me flábura ke me thimiatá,
me vótana ke magnádia me tis arkudas to vrakí stin pagoméni kiláda
tróne ta manitária ton kunavión pezun koróna grámmata
to dachtilídi t’ Ai Gianniu ke ta fluriá tu Arápi.
Perigeláne tis mágisses, kóvun ta génia enós papá
me tu Kolokotróni to giatagáni, luzonte mes stin áchni tu livaniu.
Ki ístera psélnontas argá benun ksaná sti gi ke sopenun
ópos sopenun ta kímata, ópos o kukos ti charavgí, ópos o líchnos to vrádi
|