Σε μια στιγμή ανάβουν τα φώτα
κι η μουσική μας φέρνει τους μάγους στη σκηνή.
Αρχίσαν πάλι τ’ αστεία οι παλιάτσοι
κι ο σχοινοβάτης ιδρώνει, ιδρώνει στο σχοινί.
Τόση ομορφιά δεν είδες πουθενά,
τους μάγους, τους παλιάτσους με τα κόκκινα σκουφιά.
Σαν βγαίνουν στη σειρά ξεφαντώνουν τα παιδιά
και μέσα απ’ το καπέλο βγαίνουνε χίλια πουλιά.
Όταν μια μέρα κι εσύ θα δακρύσεις
την ώρα που ο μάγος θριαμβεύει στη σκηνή,
καθώς σε κοροϊδεύει ο παλιάτσος
και το ταμπούρλο οργιάζει και κλαίει το βιολί.
Τότε τη δική μου θα νιώσεις την ψυχή
που κάθε βράδυ γίνεται λατέρνα σε γιορτή.
Του τσίρκου τους ανθρώπους ανταμώνει στη σκηνή,
μαζί τους υποκρίνεται για σένα θεατή.
|
Se mia stigmí anávun ta fóta
ki i musikí mas férni tus mágus sti skiní.
Archísan páli t’ astia i paliátsi
ki o schinovátis idróni, idróni sto schiní.
Tósi omorfiá den ides puthená,
tus mágus, tus paliátsus me ta kókkina skufiá.
San vgenun sti sirá ksefantónun ta pediá
ke mésa ap’ to kapélo vgenune chília puliá.
Όtan mia méra ki esí tha dakrísis
tin óra pu o mágos thriamvevi sti skiní,
kathós se koroidevi o paliátsos
ke to taburlo orgiázi ke klei to violí.
Tóte ti dikí mu tha niósis tin psichí
pu káthe vrádi ginete latérna se giortí.
Tu tsírku tus anthrópus antamóni sti skiní,
mazí tus ipokrínete gia séna theatí.
|