Στου κυρ Αντώνη του μανάβη τις ντομάτες
που είναι σαν κόρες φθισικές πολύ βαμμένες
έχω με τέχνη περισσή εγώ βαλμένες
πράσινες κάμπιες κι άγριες σαν τους αντάρτες
Στα νιάτα του έμπλεξε ο Αντώνης με μια τσούλα
οι συγγενείς του όλοι εμπήκανε στη μέση
να τη θυμάται πότε πότε πια τ’ αρέσει
ζώντας μιαν ήσυχη και άχαρη ζωούλα
Τα ‘χω μισήσει τα ολόχρυσα κλουβιά σας
μ’ ακολουθούνε σ’ όποιο μέρος και να πάω
να ‘χετε υπ’ όψιν σας μια μέρα θα σας φάω
όλους εσάς όπου κοιτάτε τη δουλειά σας
Χώρα σαν τούτη μες στον κόσμο δεν είν’ άλλη
με πολιτείες ολοπλούμιστες με φώτα
μα το νερό είν’ αρμυρό σαν τον ιδρώτα
κι ο τόπος μοιάζει σαν μιαν αλυκή μεγάλη
Ρίχνω το βλέμμα στου προσώπου σου τα μήλα
δεν βρήκες μου `πες το θεό μα δε σε νοιάζει
εγώ όμως βρήκα αυτό το κάτι που του μοιάζει
το λεν’ αγάπη κι είναι στης καρδιάς τα φύλλα
Κόπιασε κόρη μες στου ονείρου μου τ’ αλώνι
δε θα γεράσουμε ποτέ στο υπογράφω
και τις ντομάτες στα παπούτσια μου τις γράφω
μαζί με το μανάβικο του κυρ Αντώνη.
|
Stu kir Antóni tu manávi tis ntomátes
pu ine san kóres fthisikés polí vamménes
écho me téchni perissí egó valménes
prásines kábies ki ágries san tus antártes
Sta niáta tu éblekse o Antónis me mia tsula
i singenis tu óli ebíkane sti mési
na ti thimáte póte póte pia t’ arési
zóntas mian ísichi ke áchari zoula
Ta ‘cho misísi ta olóchrisa kluviá sas
m’ akoluthune s’ ópio méros ke na páo
na ‘chete ip’ ópsin sas mia méra tha sas fáo
ólus esás ópu kitáte ti duliá sas
Chóra san tuti mes ston kósmo den in’ álli
me polities oloplumistes me fóta
ma to neró in’ armiró san ton idróta
ki o tópos miázi san mian alikí megáli
Ríchno to vlémma stu prosópu su ta míla
den vríkes mu `pes to theó ma de se niázi
egó ómos vríka aftó to káti pu tu miázi
to len’ agápi ki ine stis kardiás ta fílla
Kópiase kóri mes stu oniru mu t’ alóni
de tha gerásume poté sto ipográfo
ke tis ntomátes sta paputsia mu tis gráfo
mazí me to manáviko tu kir Antóni.
|