Ομόνοια, ώρα τρεις το πρωί
με το κεφάλι ζαλισμένο,
εργάτες περιθωριακοί,
αχός, πολύ κατεστημένο,
Ομόνοια, ώρα τρεις.
Ομόνοια, χωρίς λεφτά, χωρίς δουλειά,
και το μυαλό σου να το σφίγγει
κάποια αγάπη που `φυγε
ή κάποια που δε λέει να φύγει,
Ομόνοια, ώρα τρεις.
Δεν ξέρω από ποδόσφαιρο
μα ακούω όλη τη νύχτα,
αφού κανείς δεν έρχεται
να πει μια καληνύχτα.
Ομόνοια, ώρα τρεις το πρωί,
το στόμα του μύριζε μέντα,
καλά που είμαστε μαζί,
και λέμε και καμιά κουβέντα,
Ομόνοια, ώρα τρεις.
Ομόνοια, ώρα τρεις το πρωί
και πια κανένας δε σου λείπει,
μέσα στη ζάλη του μυαλού,
μες στον καινούργιο σου πλανήτη,
Ομόνοια, ώρα τρεις.
Δεν ξέρω από ποδόσφαιρο
μα ακούω όλη τη νύχτα,
αφού κανείς δεν έρχεται
να πει μια καληνύχτα.
|
Omónia, óra tris to pri
me to kefáli zalisméno,
ergátes perithoriaki,
achós, polí katestiméno,
Omónia, óra tris.
Omónia, chorís leftá, chorís duliá,
ke to mialó su na to sfíngi
kápia agápi pu `fige
í kápia pu de léi na fígi,
Omónia, óra tris.
Den kséro apó podósfero
ma akuo óli ti níchta,
afu kanis den érchete
na pi mia kaliníchta.
Omónia, óra tris to pri,
to stóma tu mírize ménta,
kalá pu imaste mazí,
ke léme ke kamiá kuvénta,
Omónia, óra tris.
Omónia, óra tris to pri
ke pia kanénas de su lipi,
mésa sti záli tu mialu,
mes ston kenurgio su planíti,
Omónia, óra tris.
Den kséro apó podósfero
ma akuo óli ti níchta,
afu kanis den érchete
na pi mia kaliníchta.
|