Είν’ η άσφαλτος γυαλί,
κρύο πολύ σ’ αυτή την πόλη.
Κάνω σινιάλο σε ταξί,
κούρσα διπλή και σιωπηλή.
Σπασμένα φρένα χωρίς εσένα.
Όποιος είναι μοναχός, το ξέρει
το αστέρι που με οδηγεί,
και στους άδειους δρόμους περιφέρει
σαν σειρήνα τώρα μια κραυγή.
Βλέπω πρόσωπα φτηνά
και με γερνά ένα ρολόι.
Στις γνωριμίες μιας βραδιάς,
σ’ ένα ποτό πώς να κρυφτώ;
Εγώ έχω χρόνο για σένα μόνο.
Όποιος είναι μοναχός, το ξέρει
το αστέρι που με οδηγεί,
και στους άδειους δρόμους περιφέρει
σαν σειρήνα τώρα μια κραυγή.
|
In’ i ásfaltos gialí,
krío polí s’ aftí tin póli.
Káno siniálo se taksí,
kursa diplí ke siopilí.
Spasména fréna chorís eséna.
Όpios ine monachós, to kséri
to astéri pu me odigi,
ke stus ádius drómus periféri
san sirína tóra mia kravgí.
Olépo prósopa ftiná
ke me gerná éna rolói.
Stis gnorimíes mias vradiás,
s’ éna potó pós na kriftó;
Egó écho chróno gia séna móno.
Όpios ine monachós, to kséri
to astéri pu me odigi,
ke stus ádius drómus periféri
san sirína tóra mia kravgí.
|