Πέφτει βροχή σιωπής
κι απόψε δε θα ‘ρθεις
στα δυο μου χείλη
κουρασμένο το τσιγάρο
Πως ήτανε νωρίς
καρδιά μου μη μου πεις
πως ήρθε ο πόνος
αγκαλιά μου να τον πάρω
Όσο σ’ αγάπησα
τόσο με πόνεσες
χαμογελώ χωρίς κουράγιο να μιλήσω
Όσο σε πίστεψα
τόσο με πρόδωσες
και τώρα πρέπει τον εαυτό μου να νικήσω
Το `ξερα απ’ την αρχή
στα μάτια η ενοχή
σημάδια αφήνει
κι εσύ μ’ άφησες μαζί τους
Κι εγώ να σου εξηγώ
πως φτάσαμε ως εδώ
σαν τους δραπέτες
που αφήνουν τη ζωή τους
|
Péfti vrochí siopís
ki apópse de tha ‘rthis
sta dio mu chili
kurasméno to tsigáro
Pos ítane norís
kardiá mu mi mu pis
pos írthe o pónos
agkaliá mu na ton páro
Όso s’ agápisa
tóso me póneses
chamogeló chorís kurágio na milíso
Όso se pístepsa
tóso me pródoses
ke tóra prépi ton eaftó mu na nikíso
To `ksera ap’ tin archí
sta mátia i enochí
simádia afíni
ki esí m’ áfises mazí tus
Ki egó na su eksigó
pos ftásame os edó
san tus drapétes
pu afínun ti zoí tus
|