Μέσα στη μαύρη φτώχεια μου
νοιώθω τη συμφορά μου,
γιατί εσένα αγάπησα,
εσένα αρχόντισσα μου.
Τα δάκρυα μου τρέχουνε
σαν την ψιλή βροχούλα,
γιατί είμαι εγώ φτωχόπαιδο
και εσύ αρχοντοπούλα.
Η φτώχεια μου η άχαρη
με παίρνει μακριά σου,
τι θέλει ένα φτωχόπαιδο
μέσα στα αρχοντικά σου.
Τα δάκρυα μου τρέχουνε
σαν την ψιλή βροχούλα,
γιατί είμαι εγώ φτωχόπαιδο
και εσύ αρχοντοπούλα.
Δυο κόσμοι μας χωρίζουνε
η φτώχεια και τα πλούτη,
γιατί αυτά κυριαρχούν
μες στη ζωή ετούτη.
Τα δάκρυα μου τρέχουνε
σαν την ψιλή βροχούλα,
γιατί είμαι εγώ φτωχόπαιδο
και εσύ αρχοντοπούλα.
|
Mésa sti mavri ftóchia mu
niótho ti simforá mu,
giatí eséna agápisa,
eséna archóntissa mu.
Ta dákria mu tréchune
san tin psilí vrochula,
giatí ime egó ftochópedo
ke esí archontopula.
I ftóchia mu i áchari
me perni makriá su,
ti théli éna ftochópedo
mésa sta archontiká su.
Ta dákria mu tréchune
san tin psilí vrochula,
giatí ime egó ftochópedo
ke esí archontopula.
Dio kósmi mas chorízune
i ftóchia ke ta pluti,
giatí aftá kiriarchun
mes sti zoí etuti.
Ta dákria mu tréchune
san tin psilí vrochula,
giatí ime egó ftochópedo
ke esí archontopula.
|