Τα μάτια μου έγιναν δυο λίμνες που βουλιάζουν
χιλιάδες όνειρα που κάναμε μαζί.
Τα χέρια μου έγιναν δυο χέρια που αγκαλιάζουν
ό, τι για πάντα έχει φύγει και δε ζει.
Κι έγιν’ ο κόσμος μια παγίδα,
μ’ έκλεισε μέσα σαν πουλί.
Κι έγιν’ η αγάπη μου ρυτίδα,
μου χαρακώνει την ψυχή.
Τα μάτια μου έγιναν της μοναξιάς τα μάτια,
πάντα θλιμμένα, σιωπηλά να με κοιτούν.
Τα δάκρυα έγιναν της λύπης μονοπάτια
που μέσα ίσκιοι ξεχασμένοι περπατούν.
Κι έγιν’ ο κόσμος μια παγίδα,
μ’ έκλεισε μέσα σαν πουλί.
Κι έγιν’ η αγάπη μου ρυτίδα,
μου χαρακώνει την ψυχή.
|
Ta mátia mu éginan dio límnes pu vuliázun
chiliádes ónira pu káname mazí.
Ta chéria mu éginan dio chéria pu agkaliázun
ó, ti gia pánta échi fígi ke de zi.
Ki égin’ o kósmos mia pagida,
m’ éklise mésa san pulí.
Ki égin’ i agápi mu ritída,
mu charakóni tin psichí.
Ta mátia mu éginan tis monaksiás ta mátia,
pánta thlimména, siopilá na me kitun.
Ta dákria éginan tis lípis monopátia
pu mésa ískii ksechasméni perpatun.
Ki égin’ o kósmos mia pagida,
m’ éklise mésa san pulí.
Ki égin’ i agápi mu ritída,
mu charakóni tin psichí.
|