Ζητάς, παιδί μου, την ευχή
να παντρευτείς στα ξένα,
γιατί παλάτια και λεφτά
σου έχουνε ταμένα.
Μα εμείς σε περιμένουμε
με πόνο να γυρίσεις,
να παντρευτείς στον τόπο σου,
μαζί μας πια να ζήσεις,
κι εμείς να δούμε εγγόνια
στα υστερνά μας χρόνια.
Με σπαραγμό, παιδάκι μου,
τη γνώμη μου σου στέλνω:
“Παπούτσι από τον τόπο σου
κι ας είναι μπαλωμένο.”
Πριν φύγεις για την ξενιτιά,
ποθούσες μια κοπέλα,
που κλαίει για σένα και ρωτά,
παιδί μου, νύχτα μέρα.
Θα είναι άδικο βαρύ
τώρα να την αφήσεις
και με μια ξένη κι άγνωστη
στην ξενιτιά να ζήσεις,
και να μην δούμε εγγόνια
στα υστερνά μας χρόνια.
Με σπαραγμό, παιδάκι μου,
τη γνώμη μου σου στέλνω:
“Παπούτσι από τον τόπο σου
κι ας είναι μπαλωμένο.”
|
Zitás, pedí mu, tin efchí
na pantreftis sta kséna,
giatí palátia ke leftá
su échune taména.
Ma emis se periménume
me póno na girísis,
na pantreftis ston tópo su,
mazí mas pia na zísis,
ki emis na dume engónia
sta isterná mas chrónia.
Me sparagmó, pedáki mu,
ti gnómi mu su stélno:
“Paputsi apó ton tópo su
ki as ine baloméno.”
Prin fígis gia tin ksenitiá,
pothuses mia kopéla,
pu klei gia séna ke rotá,
pedí mu, níchta méra.
Tha ine ádiko varí
tóra na tin afísis
ke me mia kséni ki ágnosti
stin ksenitiá na zísis,
ke na min dume engónia
sta isterná mas chrónia.
Me sparagmó, pedáki mu,
ti gnómi mu su stélno:
“Paputsi apó ton tópo su
ki as ine baloméno.”
|