Δεν έχω τίποτα δικό μου,
όλα κλεμμένα από σένα.
Δανείζομαι τον εαυτό μου
με τα δικά σου μάτια,
με το δικό σου βλέμμα κοιτάω.
Σ’ αγαπάω μα δε σ’ αγγίζω, το ξεχνάω.
Μια παράνοια που δεν μπορείς να συνηθίσεις,
έχεις άγνοια, τι περνάω μη ρωτήσεις.
Περίεργο θα σου φανεί
και έξω απ’ τα δικά σου λάθη,
όπου κι αν πάω θα με βρει,
γι’ αυτό δε φεύγω απ’ το κρεβάτι.
Ποιο όνειρο κρατάει πολύ,
ποια κούκλα ξέρει να μιλάει.
Το κερασένιο σου φιλί
άνεμος είναι που περνάει.
|
Den écho típota dikó mu,
óla klemména apó séna.
Danizome ton eaftó mu
me ta diká su mátia,
me to dikó su vlémma kitáo.
S’ agapáo ma de s’ angizo, to ksechnáo.
Mia paránia pu den boris na sinithísis,
échis ágnia, ti pernáo mi rotísis.
Períergo tha su fani
ke ékso ap’ ta diká su láthi,
ópu ki an páo tha me vri,
gi’ aftó de fevgo ap’ to kreváti.
Pio óniro kratái polí,
pia kukla kséri na milái.
To kerasénio su filí
ánemos ine pu pernái.
|