Θα σου ετοιμάσω τσάι γιασεμί.
Και στη βαθιά θα κάτσεις πολυθρόνα.
Τις κεφαλές θα σου χαρίσω του Ερμή,
της Πολυδούρη ένα χειρόγραφο κι ακόμα
ό, τι με νύχια γράφτηκε στο χώμα
και πάνω στο δικό μου το κορμί.
Κλεισ’ τα παντζούρια κι άναψε το φως.
Παράσταση θα δώσω μια θυσία.
Θα τυλιχτώ σ’ ένα σεντόνι μοναχός
να υποδυθώ σ’ ένα φιλί την προδοσία.
Δυο χρόνια βρέχει κι έχει υγρασία.
Τρελάθηκε μου φαίνεται ο καιρός.
Θα βρέχει. Θα χιονίζει. Θα φυσά.
Κι εμείς εδώ καλά προφυλαγμένοι.
Θα ‘μαστε δυο ανυπεράσπιστα νησιά
κι από το χάρτη της Ελλάδας πια σβησμένοι.
Δε θα σε πείσω. Ξέρω τι συμβαίνει.
Σκοινί δεν έχεις μήτε σκαλωσιά.
|
Tha su etimáso tsái giasemí.
Ke sti vathiá tha kátsis polithróna.
Tis kefalés tha su charíso tu Ermí,
tis Poliduri éna chirógrafo ki akóma
ó, ti me níchia gráftike sto chóma
ke páno sto dikó mu to kormí.
Klis’ ta pantzuria ki ánapse to fos.
Parástasi tha dóso mia thisía.
Tha tilichtó s’ éna sentóni monachós
na ipodithó s’ éna filí tin prodosía.
Dio chrónia vréchi ki échi igrasía.
Treláthike mu fenete o kerós.
Tha vréchi. Tha chionízi. Tha fisá.
Ki emis edó kalá profilagméni.
Tha ‘maste dio aniperáspista nisiá
ki apó to chárti tis Elládas pia svisméni.
De tha se piso. Kséro ti simveni.
Skiní den échis míte skalosiá.
|