Ένα περβόλι γιασεμιά
είν’ η δική σου ανασαιμιά.
Στα χέρια μου και στο λαιμό
νύχτα, δεν έχεις τελειωμό.
Έχω το χάδι σου ψυχή,
τη συντροφιά σου ρούχο.
Πάρε τα μάτια μου να δεις
πόση αγάπη σου ’χω.
Λες κι ένα δάσος πυρκαγιά
μ’ έχει τις νύχτες αγκαλιά,
τις νύχτες που με τριγυρνάς
σ’ όλα τα φώτα της καρδιάς.
Έχω το χάδι σου ψυχή,
τη συντροφιά σου ρούχο.
Πάρε τα μάτια μου να δεις
πόση αγάπη σου ’χω.
|
Έna pervóli giasemiá
in’ i dikí su anasemiá.
Sta chéria mu ke sto lemó
níchta, den échis teliomó.
Έcho to chádi su psichí,
ti sintrofiá su rucho.
Páre ta mátia mu na dis
pósi agápi su ’cho.
Les ki éna dásos pirkagiá
m’ échi tis níchtes agkaliá,
tis níchtes pu me trigirnás
s’ óla ta fóta tis kardiás.
Έcho to chádi su psichí,
ti sintrofiá su rucho.
Páre ta mátia mu na dis
pósi agápi su ’cho.
|