Πάρε το δάκρυ μου, βοριά
και κάν’ το μαύρη μπόρα,
και τον βαρύ μου στεναγμό
αν θέλεις κάνε κεραυνό
και κάψε αυτήν που μ’ έκαψε,
όπου και να ‘ναι τώρα.
Σαν βασίλισσα, βασίλισσα την είχα,
μα με πρό μα με πρόδωσε μια νύχτα.
Κάψε τη μαύρη της ψυχή,
την άπονη καρδιά της,
μη λυπηθείς την ομορφιά
που κρύβει μίσος και ψευτιά,
μα ούτε και τα μάτια της,
ούτε τα δάκρυά της.
Σαν βασίλισσα, βασίλισσα την είχα,
μα με πρό μα με πρόδωσε μια νύχτα.
“Όχι” δε άκουσε ποτέ
σε ό,τι μου ζητούσε,
τα πάντα είχα στερηθεί
μην τύχει και μου πικραθεί,
μα σήμερα με πρόδωσε,
λες και μου το χρωστούσε.
Σαν βασίλισσα, βασίλισσα την είχα,
μα με πρό μα με πρόδωσε μια νύχτα.
|
Páre to dákri mu, voriá
ke kán’ to mavri bóra,
ke ton varí mu stenagmó
an thélis káne keravnó
ke kápse aftín pu m’ ékapse,
ópu ke na ‘ne tóra.
San vasílissa, vasílissa tin icha,
ma me pró ma me pródose mia níchta.
Kápse ti mavri tis psichí,
tin áponi kardiá tis,
mi lipithis tin omorfiá
pu krívi mísos ke pseftiá,
ma ute ke ta mátia tis,
ute ta dákriá tis.
San vasílissa, vasílissa tin icha,
ma me pró ma me pródose mia níchta.
“Όchi” de ákuse poté
se ó,ti mu zituse,
ta pánta icha sterithi
min tíchi ke mu pikrathi,
ma símera me pródose,
les ke mu to chrostuse.
San vasílissa, vasílissa tin icha,
ma me pró ma me pródose mia níchta.
|