Με χιονόνερο και κρύο
πέρασα από μια πλατεία
και μου φωνάζει ένας μικρός:
“Πάρτε κύριε λαχεία”.
Εγώ δεν έχω τύχη
πικραμένο μου αγόρι
δώσ’ μου όμως δυο λαχεία
και άντε σπίτι μην κρυώσεις
στη βροχή στο ξεροβόρι.
“Άραγε ποια αμαρτία να πληρώνει ο μικρός;”
Το ‘λεγα και περπατούσα μες στο κρύο βιαστικός.
Εξαναπέρασα μια μέρα μα το αγόρι δεν το είδα
γιατί αρρώστησε βαριά από την κακοκαιρία.
Το φτωχό το σπιτικό του το έμαθα και αμέσως πήγα
και ω συμφορά μου! Τι με βρήκε! Μου φωνάζει μια γυναίκα:
“Το παιδί σου ξεπληρώνει τη δική σου αμαρτία!
|
Me chionónero ke krío
pérasa apó mia platia
ke mu fonázi énas mikrós:
“Párte kírie lachia”.
Egó den écho tíchi
pikraméno mu agóri
dós’ mu ómos dio lachia
ke ánte spíti min kriósis
sti vrochí sto kserovóri.
“Άrage pia amartía na pliróni o mikrós;”
To ‘lega ke perpatusa mes sto krío viastikós.
Eksanapérasa mia méra ma to agóri den to ida
giatí arróstise variá apó tin kakokería.
To ftochó to spitikó tu to ématha ke amésos píga
ke o simforá mu! Ti me vríke! Mu fonázi mia gineka:
“To pedí su ksepliróni ti dikí su amartía!
|