Είναι παράλογο να λες,
πως δεν υπήρξαν οι στιγμές,
αυτές που αφήσαν ανεξίτηλο σημάδι.
Όλες οι αγάπες, που σε κάνανε να κλαις,
είναι θαμμένες σε βαθύ πηγάδι.
Ό,τι έχει γίνει μια φορά
δε σου χαρίζεται ξανά
κι όμως ποτέ δεν παύει μέσα σου να υπάρχει.
Είσαι κομμάτι που ραγίζει και κολλά,
ποτέ δε βγαίνεις ίδιος στη μάχη.
Μη ρίχνεις μέσα στο πηγάδι την ευχή σου,
γιατί την καταπίνει τη φωνή σου
κι ό,τι κουβέντα και να πεις,
θα `ναι κουβέντα της στιγμής
κι ούτε μια λέξη δε θα `ναι δική σου.
Θα βρεις στο δρόμο σου πολλά
βαθιά πηγάδια σκοτεινά,
που φτάνουν μέχρι και στης γης το κέντρο,
που ζούνε μέσα θυμωμένα ξωτικά,
αγάπες και της ρίζας σου το δέντρο.
Πάλι θα πέσεις, θα χαθείς
κι αν θες να κλάψεις μη ντραπείς,
μία ιδέα είν’ η αρχή μας και το τέλος
και μη σε νοιάζει πάλι στόχο αν δε βρεις,
σπάσε το τόξο και το βέλος.
|
Ine parálogo na les,
pos den ipírksan i stigmés,
aftés pu afísan aneksítilo simádi.
Όles i agápes, pu se kánane na kles,
ine thamménes se vathí pigádi.
Ό,ti échi gini mia forá
de su charízete ksaná
ki ómos poté den pafi mésa su na ipárchi.
Ise kommáti pu ragizi ke kollá,
poté de vgenis ídios sti máchi.
Mi ríchnis mésa sto pigádi tin efchí su,
giatí tin katapíni ti foní su
ki ó,ti kuvénta ke na pis,
tha `ne kuvénta tis stigmís
ki ute mia léksi de tha `ne dikí su.
Tha vris sto drómo su pollá
vathiá pigádia skotiná,
pu ftánun méchri ke stis gis to kéntro,
pu zune mésa thimoména ksotiká,
agápes ke tis rízas su to déntro.
Páli tha pésis, tha chathis
ki an thes na klápsis mi ntrapis,
mía idéa in’ i archí mas ke to télos
ke mi se niázi páli stócho an de vris,
spáse to tókso ke to vélos.
|