Περνούν οι ώρες, τα λεπτά,
τα δευτερόλεπτα
και μου λείπεις, μου λείπεις, μου λείπεις πιο πολύ.
Κι εγώ μακριά σου νιώθω πάλι όλο και χειρότερα
και δεν είναι, δεν είναι, δεν είναι υπερβολή.
Χάνομαι,
το αισθάνομαι.
Πήγε μία και αρρωσταίνω,
πάει δύο και πεθαίνω.
Δε σε βλέπω και τα χάνω
και δεν ξέρω τι να κάνω.
Πήγε μία και αρρωσταίνω,
πάει δύο και πεθαίνω.
Ξημερώνει κι είμαι λιώμα
που δε φάνηκες ακόμα.
Φεύγουν τα όνειρα μπροστά από τα μάτια μου
και το ξέρω, το ξέρω, το ξέρω σ’ αγαπώ.
Και μες στην ζάλη όταν ψάχνω πάλι τα κομμάτια μου
εγώ αντέχω, αντέχω, αντέχω να σου πω.
Πήγε μία…
Πάει δύο…
Δε σε βλέπω και τα χάνω
και δεν ξέρω τι να κάνω.
Πήγε μία και αρρωσταίνω,
πάει δύο και πεθαίνω.
Ξημερώνει κι είμαι λιώμα
που δε φάνηκες ακόμα.
|
Pernun i óres, ta leptá,
ta defterólepta
ke mu lipis, mu lipis, mu lipis pio polí.
Ki egó makriá su niótho páli ólo ke chirótera
ke den ine, den ine, den ine ipervolí.
Chánome,
to esthánome.
Píge mía ke arrosteno,
pái dío ke petheno.
De se vlépo ke ta cháno
ke den kséro ti na káno.
Píge mía ke arrosteno,
pái dío ke petheno.
Ksimeróni ki ime lióma
pu de fánikes akóma.
Fevgun ta ónira brostá apó ta mátia mu
ke to kséro, to kséro, to kséro s’ agapó.
Ke mes stin záli ótan psáchno páli ta kommátia mu
egó antécho, antécho, antécho na su po.
Píge mía…
Pái dío…
De se vlépo ke ta cháno
ke den kséro ti na káno.
Píge mía ke arrosteno,
pái dío ke petheno.
Ksimeróni ki ime lióma
pu de fánikes akóma.
|