Πέταξα και πάλι για να βρω
γκριζογάλανα βουνά
απ’ το κύμα πήρα λίγο αφρό
να στολίσω τα μαλλιά.
Το λιμάνι πάντοτε μικρό
σα σε βλέπω να περνάς
να σε δούμε απόψε στο χορό
λες καθώς με χαιρετάς.
Πικρή πουν’ η γιορτή η αποψινή
μιας ζωής παρηγοριά
για μένα ανάμνηση πια παιδική
και για τους άλλους λησμονιά.
Στο χορό πετούσες σαν πουλί
με κατάλευκο λαιμό
απ’ τα ξένα σου ‘στειλα φιλί
σε ξωκκλήσι αλαργινό.
Μες στα μάτια σου οι αποθυμιές
πίσω ο φόβος μιας σκιάς
κάποτε σε είχα δει να κλαις
τώρα μου χαμογελάς.
Σβήσαν τα φώτα πάψαν τα βιολιά
κοιμηθήκαν τα παιδιά
πέρα μακριά το πέλαγο ξυπνά
αχ πως πονάει η καρδιά.
|
Pétaksa ke páli gia na vro
gkrizogálana vuná
ap’ to kíma píra lígo afró
na stolíso ta malliá.
To limáni pántote mikró
sa se vlépo na pernás
na se dume apópse sto choró
les kathós me cheretás.
Pikrí pun’ i giortí i apopsiní
mias zoís parigoriá
gia ména anámnisi pia pedikí
ke gia tus állus lismoniá.
Sto choró petuses san pulí
me katálefko lemó
ap’ ta kséna su ‘stila filí
se ksokklísi alarginó.
Mes sta mátia su i apothimiés
píso o fóvos mias skiás
kápote se icha di na kles
tóra mu chamogelás.
Svísan ta fóta pápsan ta violiá
kimithíkan ta pediá
péra makriá to pélago ksipná
ach pos ponái i kardiá.
|