Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα,
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα.
Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,
για το κορμί σου που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.
Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι
τον τρόμου που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.
Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Ρίο τη μαλαφράντζα
την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο
Τη μαχαιριά που μου `δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
και “Σε πονάει με τη νοτιά;” Όχι από αλλού πονάω.
Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη
Τις ξεβαμένες στάμπες μου πούχα για περηφάνεια
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.
Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική κι Ασία
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.
Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι,
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια.
Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.
Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.
|
Kséchasa kino to mikró korítsi apó to Amói
ke ti mulátra pu ézechne krasí stin Tenerífa,
ton érota, pu apotimái se ksílino chamói,
ke ti griá pu emétrage me póntus tin tarífa.
To vissiní tu Tisianu ke tu permanganátu,
ke ta krevátia kséchasa ta saravaliasména
me ta lerá sentónia tus ta polikerisména,
gia to kormí su pu édiochne to fóvo tu thanátu.
Ό,ti agapusa arníthika gia to pikró su achili
ton trómu pu dokímaza pidóntas to katárti
to busula, ti várdia mu ke tin poria sto chárti,
gia éna disevreto mikró thalassinó kochíli.
Ton piretó stus Tropikus, tu Río ti malafrántza
tin pirkagiá pu anápsame mia níchta sto Manáo
Ti macheriá pu mu `dose o Magiáros stin Kostántza
ke “Se ponái me ti notiá;” Όchi apó allu ponáo.
Tu tratológu ton kaimó, tu nafti tin orfánia
tu karaviu pu káthise tin plóri ti spasméni
Tis ksevaménes stábes mu pucha gia perifánia
gia séna, pu salpárises, goléta armatoméni.
Ti na su tákso atíthaso pedí na se kratíso
Parigoriá mu o sákos mu, s’ Amerikí ki Asía
Sírma pu ekópike sta dio ke pos na to matíso;
Katakaiméne, i thálassa misái tin prodosía.
Katévike o Polígiros ke ginike limáni,
Limáni kataskótino, stenó, chorís fanária,
apópse pu agkaliástikan Evrei ke Musulmáni
ke taksidépsan ta nisiá ston pónto, ta Kanária.
Gero, su prépi monachá to sídero sta pódia,
dío métra karavópano, ke aristerá timóni.
Mia médusa se antíkrise galázia ke simóni
ki énas vithós pu vóskune saláchia ke chtapódia.
|