Θυμήσου τα τραγούδια και τα γλέντια μας,
κείνα τα χρόνια δε μας γνώριζε η μιζέρια,
έξω τραπέζια και κρεβάτια απ’ τα δωμάτια,
όλοι, μικροί μεγάλοι, σφίγγαμε τα χέρια.
Στα μάτια δάκρυα χαράς και λύπης,
στα χέρια κρέμονται ποτήρια λήθης.
Με μια βαλίτσα όνειρα βρεθήκαμε
σε ουρανούς που λάμπουν άγνωστα αστέρια,
καινούργιους κόσμους με τον ιδρώτα μας χτίσαμε,
τόσο μακριά απ’ τα δικά μας λημέρια.
Τώρα κανείς μας δε μετρά τα κατορθώματα,
πικρό ψωμί μέσα στα πλούτη μας τρυγάμε,
παιδιά κι απόγονοι, και τρία τα πατώματα,
μα στην ψυχή το παρελθόν τσιμπολογάμε.
|
Thimísu ta tragudia ke ta gléntia mas,
kina ta chrónia de mas gnórize i mizéria,
ékso trapézia ke krevátia ap’ ta domátia,
óli, mikri megáli, sfíngame ta chéria.
Sta mátia dákria charás ke lípis,
sta chéria krémonte potíria líthis.
Me mia valítsa ónira vrethíkame
se uranus pu lábun ágnosta astéria,
kenurgius kósmus me ton idróta mas chtísame,
tóso makriá ap’ ta diká mas liméria.
Tóra kanis mas de metrá ta katorthómata,
pikró psomí mésa sta pluti mas trigáme,
pediá ki apógoni, ke tría ta patómata,
ma stin psichí to parelthón tsibologáme.
|