Βράδυ αλύπητο, διωγμένο,
για τον ύπνο μαξιλάρι,
κλαίει δάκρυα τελευταία
που σκουπίζει το φεγγάρι.
Σου’χα γράψει δυο τραγούδια,
να τα λες στις συντροφιές σου,
σου’χα φτιάξει δυο λουλούδια
μ’ ευωδιές μου που `σαν δικές σου.
Και κλαίει τ’ αγέρι, και κλαίει τ’ αστέρι,
άκου μικρό μου ταίρι, άκου μικρό μου ταίρι.
Σου `χα ράψει ένα φουστάνι
για να το `χεις το χειμώνα,
μια φτωχή ταντέλα γύρω
και λιβάδι απ’ ανεμώνα.
Τώρα σβήστηκε ο ήλιος,
ποιός, το χάδι, θα μου φέρει,
πάνε και τα χελιδόνια,
ταίρι μου, μικρό μου ταίρι.
Και κλαίει τ’ αγέρι, και κλαίει τ’ αστέρι,
άκου μικρό μου ταίρι, άκου μικρό μου ταίρι.
|
Orádi alípito, diogméno,
gia ton ípno maksilári,
klei dákria teleftea
pu skupízi to fengári.
Su’cha grápsi dio tragudia,
na ta les stis sintrofiés su,
su’cha ftiáksi dio luludia
m’ evodiés mu pu `san dikés su.
Ke klei t’ agéri, ke klei t’ astéri,
áku mikró mu teri, áku mikró mu teri.
Su `cha rápsi éna fustáni
gia na to `chis to chimóna,
mia ftochí tantéla giro
ke livádi ap’ anemóna.
Tóra svístike o ílios,
piós, to chádi, tha mu féri,
páne ke ta chelidónia,
teri mu, mikró mu teri.
Ke klei t’ agéri, ke klei t’ astéri,
áku mikró mu teri, áku mikró mu teri.
|