Στα παλιά μας μοναστήρια
είδα γέρους να μιλάνε για θεούς.
Μες στης πόλης τα σκουπίδια
είδα χίλιους ξεχασμένους μου γνωστούς.
Κι οι πλατείες μας φουντώνουνε στη βία,
οι έμποροι, οι δάσκαλοι κι οι ληστές
μας πουλάνε νοσταλγία
και ενέσεις απ’ το χτες.
Στ’ ακρογιάλια είδα φίλους
να ορκίζονται σε όρκους τρομερούς,
σε σχολές και σε γραφεία
τους ξανάδα γερασμένους και χλωμούς.
Κι οι αλήτες γυροφέρνουνε στα πάρκα
να ξανάβρουν τις χαμένες τους βραδιές.
Εσύ πίσω από τις γρίλιες
βλέπεις μόνο τις σκιές.
Τα παλιά, καλά τραγούδια
μας αφήσαν, θέλει θάρρος να το λες,
κι οι παλιές μου θεωρίες
δε μου φτάνουν να σ’ αγγίξω όταν κλαις.
Οι πλατείες μας φουντώνουνε στη βία,
οι έμποροι, οι δάσκαλοι κι οι ληστές
μας πουλάνε νοσταλγία
και ενέσεις απ’ το χτες.
|
Sta paliá mas monastíria
ida gérus na miláne gia theus.
Mes stis pólis ta skupídia
ida chílius ksechasménus mu gnostus.
Ki i platies mas funtónune sti vía,
i ébori, i dáskali ki i listés
mas puláne nostalgia
ke enésis ap’ to chtes.
St’ akrogiália ida fílus
na orkízonte se órkus tromerus,
se scholés ke se grafia
tus ksanáda gerasménus ke chlomus.
Ki i alítes giroférnune sta párka
na ksanávrun tis chaménes tus vradiés.
Esí píso apó tis grílies
vlépis móno tis skiés.
Ta paliá, kalá tragudia
mas afísan, théli thárros na to les,
ki i paliés mu theoríes
de mu ftánun na s’ angikso ótan kles.
I platies mas funtónune sti vía,
i ébori, i dáskali ki i listés
mas puláne nostalgia
ke enésis ap’ to chtes.
|