Ήταν σούρουπο προς βράδυ το κατακαλόκαιρο
Θέλαμε κάτι να πιούμε, μα δε θέλαμε νερό
Είχαμε και δυο κιθάρες, τουμπερλέκια, ακορντεόν
Είπαμε να βγούμε έξω, να τη βρούμε στο γκαζόν
Και γινήκανε πλημμύρες
Μας τελείωσαν οι μπύρες
Και βραχήκαν τα τσιγάρα
Δεν ανάβουν οι αναπτήρες
Και γινήκαμε μουσκίδι
Φέρτε μου ένα κατσαβίδι
Να ξεβιδωθούμε λίγο
Μπας και φύγουμε από δω
Ξάφνου να σου δυο ψιχάλες
Φώναξαν και άλλες τρεις
Και ξεκίνησε να βρέχει
Ποιος μας φτύνει λέμε εμείς
Λέγαμε και μια καντάδα
Σαν εκείνη τη φορά
Που άνοιξε ένα παραθύρι
Που είχε δώρο ένα κουβά
Και γινήκανε πλημμύρες
Μας τελείωσαν οι μπύρες
Και βραχήκαν τα τσιγάρα
Δεν ανάβουν οι αναπτήρες
Και γινήκαμε μουσκίδι
Φέρτε μου ένα κατσαβίδι
Να ξεβιδωθούμε λίγο
Μπας και φύγουμε από δω
|
Ήtan surupo pros vrádi to katakalókero
Thélame káti na piume, ma de thélame neró
Ichame ke dio kitháres, tuberlékia, akornteón
Ipame na vgume ékso, na ti vrume sto gkazón
Ke giníkane plimmíres
Mas teliosan i bíres
Ke vrachíkan ta tsigára
Den anávun i anaptíres
Ke giníkame muskídi
Férte mu éna katsavídi
Na ksevidothume lígo
Bas ke fígume apó do
Ksáfnu na su dio psicháles
Fónaksan ke álles tris
Ke ksekínise na vréchi
Pios mas ftíni léme emis
Légame ke mia kantáda
San ekini ti forá
Pu ánikse éna parathíri
Pu iche dóro éna kuvá
Ke giníkane plimmíres
Mas teliosan i bíres
Ke vrachíkan ta tsigára
Den anávun i anaptíres
Ke giníkame muskídi
Férte mu éna katsavídi
Na ksevidothume lígo
Bas ke fígume apó do
|