Καίγεται η πίκρα μες στη φλόγα της ζωής μου
Και μένουν τα χέρια να δουλεύουν το ληστή
Χαρά και φως δεν καρτερούν
Μάτια που `χουν τυφλωθεί
Και δάφνες απλώνονται στο διάβα του ληστή
Πίνουν το μίσος και τον φόβο προσκυνούν
Μικραίνουν και χάνονται στην δόξα των Θεών
Διψούν κι αφήνουν το νερό
Στο ρυάκι να κυλά
Σπονδή απ’ τον άνθρωπο για τους θνητούς Θεούς
Φτύνουν τη μοίρα και υφαίνουν μοναχοί
Τα κάστρα γκρεμίζουν να τους γίνουν φυλακές
Οργή μαχαίρι και φωτιά
Δώρα από μικρούς Θεούς
Τα κράτησαν οι άνθρωποι και πνίγεται η ζωή
|
Kegete i píkra mes sti flóga tis zoís mu
Ke ménun ta chéria na dulevun to listí
Chará ke fos den karterun
Mátia pu `chun tiflothi
Ke dáfnes aplónonte sto diáva tu listí
Pínun to mísos ke ton fóvo proskinun
Mikrenun ke chánonte stin dóksa ton Theón
Dipsun ki afínun to neró
Sto riáki na kilá
Spondí ap’ ton ánthropo gia tus thnitus Theus
Ftínun ti mira ke ifenun monachi
Ta kástra gkremízun na tus ginun filakés
Orgí macheri ke fotiá
Dóra apó mikrus Theus
Ta krátisan i ánthropi ke pnígete i zoí
|