Γλάρος κουρασμένος στο κατάρτι σου,
συ καραβοκύρης κι εγώ ο χάρτης σου.
Πέλαγα τα μάτια λάμπουνε στο φως,
χάνομαι στο κύμα γίνομαι αφρός.
Πνοή θαλασσινή του φεγγαριού κλωστή
υφαίνει μες στο δείλι.
Με σέρνει στο χορό, σε πίνω και μεθώ,
γλυκό κρασί τα χείλη.
Τα πανιά μου λύνω, δένω τα σχοινιά,
άραξ’ η καρδιά μου στην απανεμιά.
Αγκαλιά λιμάνι τα δυο χέρια σου,
πίνω τους χειμώνες στα καλοκαίρια σου.
Πνοή θαλασσινή του φεγγαριού κλωστή
υφαίνει μες στο δείλι.
Με σέρνει στο χορό, σε πίνω και μεθώ,
γλυκό κρασί τα χείλη.
|
Gláros kurasménos sto katárti su,
si karavokíris ki egó o chártis su.
Pélaga ta mátia lábune sto fos,
chánome sto kíma ginome afrós.
Pnoí thalassiní tu fengariu klostí
ifeni mes sto dili.
Me sérni sto choró, se píno ke methó,
glikó krasí ta chili.
Ta paniá mu líno, déno ta schiniá,
áraks’ i kardiá mu stin apanemiá.
Agkaliá limáni ta dio chéria su,
píno tus chimónes sta kalokeria su.
Pnoí thalassiní tu fengariu klostí
ifeni mes sto dili.
Me sérni sto choró, se píno ke methó,
glikó krasí ta chili.
|