Είναι βαριά κι ασήκωτα
Τα πάθη τα δικά μου
Κι αν γέλασα καμιά φορά
Θα ‘ταν στα όνειρά μου
Και σ’ ένα όνειρο απ’ αυτά
Αχ να μην ξύπναγα μετά
Το πεντάρφανο κορμί μου
Πώς κρατιέται απορώ
Αφού μέσα η ψυχή μου
Πέθανε από καιρό
Ποιος είδε γλάρο στα βουνά
Αϊτό φυλακισμένο
Ποιος είδε και στα χείλη μου
Το γέλιο ανθισμένο
Ποιος είδε γλάρο στα βουνά
Κι άνθρωπο να με συμπονά
|
Ine variá ki asíkota
Ta páthi ta diká mu
Ki an gélasa kamiá forá
Tha ‘tan sta ónirá mu
Ke s’ éna óniro ap’ aftá
Ach na min ksípnaga metá
To pentárfano kormí mu
Pós kratiéte aporó
Afu mésa i psichí mu
Péthane apó keró
Pios ide gláro sta vuná
Aitó filakisméno
Pios ide ke sta chili mu
To gélio anthisméno
Pios ide gláro sta vuná
Ki ánthropo na me siboná
|