Δικάζουν τα σβησμένα απογεύματα,
δικάζουν της καρδιάς τις ομορφιές,
στοιβάζουν τη ζωή μου όπως τα δέματα,
λες κι έφυγε ο νους στις ξενιτιές.
Και ζήτησα ακρόαση του αγγέλου μου
μα τρόμαξε απ’ το βάρος του φακέλλου μου,
του είπα “ένα σφάλμα θα με σέρνει όπου πάω”,
του ζήτησα να σβήσει τη λέξη “σ’ αγαπάω”.
Συλλάβανε σαν κλέφτη την αγάπη μου,
μ’ αφήσαν να νομίζω ότι μ’ αγαπούν,
και τώρα που με σταύρωσαν τα λάθη μου,
με βλέπουν και δεν ξέρουν τι να πουν.
Και ζήτησα ακρόαση του αγγέλου μου
μα τρόμαξε απ’ το βάρος του φακέλλου μου,
του είπα “ένα σφάλμα θα με σέρνει όπου πάω”,
του ζήτησα να σβήσει τη λέξη “σ’ αγαπάω”.
|
Dikázun ta svisména apogevmata,
dikázun tis kardiás tis omorfiés,
stivázun ti zoí mu ópos ta démata,
les ki éfige o nus stis ksenitiés.
Ke zítisa akróasi tu angélu mu
ma trómakse ap’ to város tu fakéllu mu,
tu ipa “éna sfálma tha me sérni ópu páo”,
tu zítisa na svísi ti léksi “s’ agapáo”.
Sillávane san kléfti tin agápi mu,
m’ afísan na nomízo óti m’ agapun,
ke tóra pu me stavrosan ta láthi mu,
me vlépun ke den ksérun ti na pun.
Ke zítisa akróasi tu angélu mu
ma trómakse ap’ to város tu fakéllu mu,
tu ipa “éna sfálma tha me sérni ópu páo”,
tu zítisa na svísi ti léksi “s’ agapáo”.
|