Κουβαριασμένα όνειρα και ρούχα πεταμένα
κι εγώ μονάχος κάθομαι και σκέφτομαι εσένα,
οι ώρες, που τις ρώτησα, μου είπαν πως αργείς,
μου είπαν πως απόφαση δεν πήρες αν θα `ρθεις.
Που πας κορίτσι μου μέσα στ’ αγκάθια,
δίχως εμένανε για πες μου που θα πας,
τώρα σου ρίχνουνε στάχτη στα μάτια
και θέλουν να σε πείσουν πως δε μ’ αγαπάς.
Σε παρασύρουν άδικα, δυο λόγια χρυσωμένα,
κι εγώ απόψε κάθομαι και σκέφτομαι εσένα,
δεθήκαμε, χωρίσαμε, δεθήκαμε ξανά,
μα φαίνεται, η σκέψη σου, πως όλα τα ξεχνά.
Που πας κορίτσι μου μέσα στ’ αγκάθια,
δίχως εμένανε για πες μου που θα πας,
τώρα σου ρίχνουνε στάχτη στα μάτια
και θέλουν να σε πείσουν πως δε μ’ αγαπάς.
|
Kuvariasména ónira ke rucha petaména
ki egó monáchos káthome ke skéftome eséna,
i óres, pu tis rótisa, mu ipan pos argis,
mu ipan pos apófasi den píres an tha `rthis.
Pu pas korítsi mu mésa st’ agkáthia,
díchos eménane gia pes mu pu tha pas,
tóra su ríchnune stáchti sta mátia
ke thélun na se pisun pos de m’ agapás.
Se parasírun ádika, dio lógia chrisoména,
ki egó apópse káthome ke skéftome eséna,
dethíkame, chorísame, dethíkame ksaná,
ma fenete, i sképsi su, pos óla ta ksechná.
Pu pas korítsi mu mésa st’ agkáthia,
díchos eménane gia pes mu pu tha pas,
tóra su ríchnune stáchti sta mátia
ke thélun na se pisun pos de m’ agapás.
|