Έξω οι νιφάδες του χιονιά
χορεύουνε κουβάρι,
πάνω στο τζάμι πάγωσαν
τα χνώτα του Γενάρη.
Έξω η πόλη έρημη
άγριος καιρός για μόνους
χαρτιά και φύλλα πλαστικά
τρέχουν στους άδειους δρόμους,
όλα τα ωραία της βραδιάς
πήγαν νωρίς για ύπνο,
κι έμεινε μόνο η μοναξιά
παρέα μου στο δείπνο,
κι έμεινε μόνο η μοναξιά
παρέα μου στο δείπνο,
παρέα μου στο δείπνο.
Λυσσομανάει έξω το βράδυ
μέσα απλώνεται η σιωπή,
λένε, το πιο βαθύ σκοτάδι
πως πέφτει πριν απ’ την αυγή.
Έξω η πόλη έρημη
άγριος καιρός για μόνους
χαρτιά και φύλλα πλαστικά
τρέχουν στους άδειους δρόμους,
όλα τα ωραία της βραδιάς
πήγαν νωρίς για ύπνο,
κι έμεινε μόνο η μοναξιά
παρέα μου στο δείπνο,
κι έμεινε μόνο η μοναξιά
παρέα μου στο δείπνο,
παρέα μου στο δείπνο.
|
Έkso i nifádes tu chioniá
chorevune kuvári,
páno sto tzámi págosan
ta chnóta tu Genári.
Έkso i póli érimi
ágrios kerós gia mónus
chartiá ke fílla plastiká
tréchun stus ádius drómus,
óla ta orea tis vradiás
pígan norís gia ípno,
ki émine móno i monaksiá
paréa mu sto dipno,
ki émine móno i monaksiá
paréa mu sto dipno,
paréa mu sto dipno.
Lissomanái ékso to vrádi
mésa aplónete i siopí,
léne, to pio vathí skotádi
pos péfti prin ap’ tin avgí.
Έkso i póli érimi
ágrios kerós gia mónus
chartiá ke fílla plastiká
tréchun stus ádius drómus,
óla ta orea tis vradiás
pígan norís gia ípno,
ki émine móno i monaksiá
paréa mu sto dipno,
ki émine móno i monaksiá
paréa mu sto dipno,
paréa mu sto dipno.
|