Με το πρόσωπο χαρακωμένο
απ’ του χρόνου την αρμύρα,
με το βλέμμα σου χαμηλωμένο
από προδομένη μοίρα.
Μοναχικός ταξιδευτής
της ουτοπίας μαχητής.
Μέσα στις θάλασσες γερνάς
κι όμως ελπίζεις σαν περνάς
πως άγκυρα θα ρίξεις,
με τους φίλους σου θα σμίξεις
σ’ αυτή τη γη που αγάπησες,
που ελεύθερη περπάτησες,
που ελεύθερη δεν πάτησες.
Μια ζωή βαριά σημαδεμένη
από δρόμους και περιφρόνεια,
σαν πληγή βαθιά και ματωμένη
πόσα πικρά, πέτρινα χρόνια.
Μοναχικός ταξιδευτής
της ουτοπίας μαχητής.
Μέσα στις θάλασσες γερνάς
κι όμως ελπίζεις σαν περνάς
πως άγκυρα θα ρίξεις,
με τους φίλους σου θα σμίξεις
σ’ αυτή τη γη που αγάπησες,
που ελεύθερη περπάτησες,
που ελεύθερη δεν πάτησες.
|
Me to prósopo charakoméno
ap’ tu chrónu tin armíra,
me to vlémma su chamiloméno
apó prodoméni mira.
Monachikós taksideftís
tis utopías machitís.
Mésa stis thálasses gernás
ki ómos elpízis san pernás
pos ágkira tha ríksis,
me tus fílus su tha smíksis
s’ aftí ti gi pu agápises,
pu eleftheri perpátises,
pu eleftheri den pátises.
Mia zoí variá simademéni
apó drómus ke perifrónia,
san pligí vathiá ke matoméni
pósa pikrá, pétrina chrónia.
Monachikós taksideftís
tis utopías machitís.
Mésa stis thálasses gernás
ki ómos elpízis san pernás
pos ágkira tha ríksis,
me tus fílus su tha smíksis
s’ aftí ti gi pu agápises,
pu eleftheri perpátises,
pu eleftheri den pátises.
|