Τις ώρες που ο κόσμος δε κοιτάζει
στους δρόμους τα φανάρια είναι σβηστά
η σκέψη σου πατάει τέρμα γκάζι
και φρενιάζει παρέα με μια ψεύτρα μοναξιά
Τα ψέματά της με κατηγορούνε
σου λένε ότι πια δε σ’ αγαπώ
κι εσύ στέλνεις βελάκια στην καρδιά μου για να μπούνε
να βλέπεις να γελάς που αιμορραγώ
Ψάξε τη νύχτα να με βρεις
στο διπλανό το μαξιλάρι
μες στο γραφείο να με δεις
να σου σκαλίζω το συρτάρι
Ψάξε τη νύχτα να με βρεις
μεσ’τα σεντόνια τριγυρίζω
και στο μπαλκόνι θα με βρεις
τον έρωτά μας να ποτίζω
Ενώ η αμφιβολία σε παιδεύει
απ’ έξω συννεφιάζει ο καιρός
η αγάπη και το μίσος είναι δίχτυ που μπερδεύει
και γίνεται ο καφές σου πιο πικρός
|
Tis óres pu o kósmos de kitázi
stus drómus ta fanária ine svistá
i sképsi su patái térma gkázi
ke freniázi paréa me mia pseftra monaksiá
Ta psématá tis me katigorune
su léne óti pia de s’ agapó
ki esí stélnis velákia stin kardiá mu gia na bune
na vlépis na gelás pu emorragó
Psákse ti níchta na me vris
sto diplanó to maksilári
mes sto grafio na me dis
na su skalízo to sirtári
Psákse ti níchta na me vris
mes’ta sentónia trigirízo
ke sto balkóni tha me vris
ton érotá mas na potízo
Enó i amfivolía se pedevi
ap’ ékso sinnefiázi o kerós
i agápi ke to mísos ine díchti pu berdevi
ke ginete o kafés su pio pikrós
|