Κρύφτηκα στο σπίτι μου μια νύχτα,
πήγα σε μια φίλη, άλλη μια,
κι όταν με ρωτήσανε που ήμουν,
είπα πως με είχες αγκαλιά.
Χόρεψα και ήπια ευτυχισμένη,
και στο τέλος, πίστεψα κι εγώ
πως ποτέ δε γίναμε δυο ξένοι
κι όταν θα ξυπνήσω θα σε δω.
Ψέματα λέω πως ζεις μόνο για μένα
μετά βουλιάζω σε βράδια απελπισμένα
γιατί έχεις φύγει κι εγώ φοβάμαι
και με τη σκέψη σου ξυπνάω και κοιμάμαι.
Έστειλα ένα δώρο στη γιορτή μου
και στο σπίτι το ‘φεραν αργά,
ήταν από σένα, είπα σ’ όλους,
είχε και μια κάρτα με φιλιά.
Κι είπανε οι φίλοι, τι αγάπη,
κι όταν με αφήσαν μοναχή
φώναξε η νύχτα, τι απάτη,
αλλά δεν την άκουγα η τρελή.
Ψέματα λέω πως ζεις μόνο για μένα
μετά βουλιάζω σε βράδια απελπισμένα
γιατί έχεις φύγει κι εγώ φοβάμαι
και με τη σκέψη σου ξυπνάω και κοιμάμαι,
γιατί έχεις φύγει κι εγώ φοβάμαι
και με τη σκέψη σου ξυπνάω και κοιμάμαι.
|
Kríftika sto spíti mu mia níchta,
píga se mia fíli, álli mia,
ki ótan me rotísane pu ímun,
ipa pos me iches agkaliá.
Chórepsa ke ípia eftichisméni,
ke sto télos, pístepsa ki egó
pos poté de giname dio kséni
ki ótan tha ksipníso tha se do.
Psémata léo pos zis móno gia ména
metá vuliázo se vrádia apelpisména
giatí échis fígi ki egó fováme
ke me ti sképsi su ksipnáo ke kimáme.
Έstila éna dóro sti giortí mu
ke sto spíti to ‘feran argá,
ítan apó séna, ipa s’ ólus,
iche ke mia kárta me filiá.
Ki ipane i fíli, ti agápi,
ki ótan me afísan monachí
fónakse i níchta, ti apáti,
allá den tin ákuga i trelí.
Psémata léo pos zis móno gia ména
metá vuliázo se vrádia apelpisména
giatí échis fígi ki egó fováme
ke me ti sképsi su ksipnáo ke kimáme,
giatí échis fígi ki egó fováme
ke me ti sképsi su ksipnáo ke kimáme.
|