Κυλούσε ο καιρός καθώς ποτάμι μες στις φλέβες
κι άνθιζε στα χαλάσματα του κυνηγημένου η μοίρα
κι από ψηλά στα παράθυρα πυροβολούσαν οι φασίστες
την ωραία την ωχρή την κόμη της Ευρυδίκης
σάμπως να βρέχει πάνω σε κιθάρα.
Εκεί σε βρήκα κερδισμένη Ελευθερία
τον ποταμό Ιορδάνη να ονομάζεις Αλέξανδρο
να λες τη νύχτα μαύρο φυλαχτό
εκεί να επιμένεις να πάρεις τη ζωή μου
φυλακισμένη απ’ τους βοριάδες και τα πέλαγα.
|
Kiluse o kerós kathós potámi mes stis fléves
ki ánthize sta chalásmata tu kinigiménu i mira
ki apó psilá sta paráthira pirovolusan i fasístes
tin orea tin ochrí tin kómi tis Evridíkis
sábos na vréchi páno se kithára.
Eki se vríka kerdisméni Elefthería
ton potamó Iordáni na onomázis Aléksandro
na les ti níchta mavro filachtó
eki na epiménis na páris ti zoí mu
filakisméni ap’ tus voriádes ke ta pélaga.
|