Τις μέρες τις παλιές και τις χαμένες Κυριακές
σε καρτερούσα,
ένα άγνωστο χάδι ζητούσα.
Στις άδειες γειτονιές και στις κακόφημες γωνιές
σ’ αναζητούσα,
αν ζεις κι αν υπάρχεις ρωτούσα.
Μα σαν είδα τη ματιά σου στη ματιά μου
και τα χέρια σου μ’ αγκάλιασαν, καρδιά μου,
τότε το `νιωσα πως πάντα σ’ αγαπούσα, σ’ αγαπούσα.
Μες στις μουσικές και στων ανθρώπων τις σκιές
μονολογούσα,
τη μοναξιά μου ρωτούσα:
Μήπως τελικά είν’ όλα αυτά φανταστικά
σαν παραμύθια
και δεν υπάρχεις στ’ αλήθεια;
Μα σαν είδα τη ματιά σου στη ματιά μου
και τα χέρια σου μ’ αγκάλιασαν, καρδιά μου,
τότε το `νιωσα πως πάντα σ’ αγαπούσα, σ’ αγαπούσα.
|
Tis méres tis paliés ke tis chaménes Kiriakés
se karterusa,
éna ágnosto chádi zitusa.
Stis ádies gitoniés ke stis kakófimes goniés
s’ anazitusa,
an zis ki an ipárchis rotusa.
Ma san ida ti matiá su sti matiá mu
ke ta chéria su m’ agkáliasan, kardiá mu,
tóte to `niosa pos pánta s’ agapusa, s’ agapusa.
Mes stis musikés ke ston anthrópon tis skiés
monologusa,
ti monaksiá mu rotusa:
Mípos teliká in’ óla aftá fantastiká
san paramíthia
ke den ipárchis st’ alíthia;
Ma san ida ti matiá su sti matiá mu
ke ta chéria su m’ agkáliasan, kardiá mu,
tóte to `niosa pos pánta s’ agapusa, s’ agapusa.
|