Τα τσιγάρα απανωτά
μια καύτρα κι η πληγή
δίχτυα ρίχνει η μοναξιά
σ’ αυτή τη διαδρομή
Καμιά φορά
που τριγυρίζω μοναχός
και ξαστεριά
δε λέει να βγάλει ο ουρανός
Καμιά φορά
σαν το πουλί στο χώμα
καμιά φορά
που `ναι πικρό το στόμα
στα σκοτεινά
λέω με νίκησες ζωή
Μα τελικά
δε σταματάει ο χρόνος
κάθε φορά
ξαναρχινά ο δρόμος
Ξαναπετά
κι αυτός που έπεσε ζωή
Ένα άπιαστο φιλί
γυαλίζει στο ποτό
μες στα μάτια τα θολά
στο σπίτι τ’ αδειανό
καμιά φορά
που λαχταράω σαν τρελός
μια αγκαλιά
να γαληνέψει ο ουρανός
|
Ta tsigára apanotá
mia kaftra ki i pligí
díchtia ríchni i monaksiá
s’ aftí ti diadromí
Kamiá forá
pu trigirízo monachós
ke ksasteriá
de léi na vgáli o uranós
Kamiá forá
san to pulí sto chóma
kamiá forá
pu `ne pikró to stóma
sta skotiná
léo me níkises zoí
Ma teliká
de stamatái o chrónos
káthe forá
ksanarchiná o drómos
Ksanapetá
ki aftós pu épese zoí
Έna ápiasto filí
gialízi sto potó
mes sta mátia ta tholá
sto spíti t’ adianó
kamiá forá
pu lachtaráo san trelós
mia agkaliá
na galinépsi o uranós
|