Μάτια βουρκωμένα και στο βλέμμα μοναξιά
Ξέσπασα πάλι και βρίζω δε μ’ αναγνωρίζω
Πρέπει να σε δω
Θέλω να τηλεφωνήσω μα να σ’ αντικρίσω
Θεέ μου δε μπορώ
Τώρα που δε σ’ έχω, σε θέλω, καρδιά μου πεθαίνω
Τώρα που μου λείπεις εγώ αρρωσταίνω και σπάω στα δυο
Τώρα που δε σ’ έχω, σε θέλω, καρδιά μου πεθαίνω
Τώρα που μου λείπεις για πάντα σωπαίνω και μελαγχωλώ
Χείλη ματωμένα, δαγκωμένα, δυνατά
Ξέσπασα πάλι και βρίζω δε μ’ αναγνωρίζω
Πρέπει να σε δω
Θέλω να τηλεφωνήσω μα να σ’ αντικρίσω
Θεέ μου δε μπορώ
Τώρα που δε σ’ έχω, σε θέλω, καρδιά μου πεθαίνω
Τώρα που μου λείπεις εγώ αρρωσταίνω και σπάω στα δυο
Τώρα που δε σ’ έχω, σε θέλω, καρδιά μου πεθαίνω
Τώρα που μου λείπεις για πάντα σωπαίνω και μελαγχωλώ
|
Mátia vurkoména ke sto vlémma monaksiá
Kséspasa páli ke vrízo de m’ anagnorízo
Prépi na se do
Thélo na tilefoníso ma na s’ antikríso
Theé mu de boró
Tóra pu de s’ écho, se thélo, kardiá mu petheno
Tóra pu mu lipis egó arrosteno ke spáo sta dio
Tóra pu de s’ écho, se thélo, kardiá mu petheno
Tóra pu mu lipis gia pánta sopeno ke melagcholó
Chili matoména, dagkoména, dinatá
Kséspasa páli ke vrízo de m’ anagnorízo
Prépi na se do
Thélo na tilefoníso ma na s’ antikríso
Theé mu de boró
Tóra pu de s’ écho, se thélo, kardiá mu petheno
Tóra pu mu lipis egó arrosteno ke spáo sta dio
Tóra pu de s’ écho, se thélo, kardiá mu petheno
Tóra pu mu lipis gia pánta sopeno ke melagcholó
|