Μέρες που σε φαρμακώσανε,
μέρες του είκοσι δυο·
οι πατρίδες που σε διώξανε
σε κρατάνε ζωντανό.
Με τη σκέψη απόψε πέταξες
για στεριές αντικρινές,
με ιστορίες ολομέταξες
που κεντούσε ο αμανές,
με ιστορίες ολομέταξες
που κεντούσε ο αμανές.
Λες κι η Σμύρνη πάλι καίγεται
κι η καρδιά στην πυρκαγιά,
όταν κουρασμένη έρχεται
η καινούργια προσφυγιά.
Πρόσφυγες σε νέα έκδοση
σ’ ένα δρόμο πια κλειστό·
η ελπίδα για δικαίωση
μένει όνειρο πλαστό,
η ελπίδα για δικαίωση
μένει όνειρο πλαστό.
|
Méres pu se farmakósane,
méres tu ikosi dio·
i patrídes pu se dióksane
se kratáne zontanó.
Me ti sképsi apópse pétakses
gia steriés antikrinés,
me istoríes olométakses
pu kentuse o amanés,
me istoríes olométakses
pu kentuse o amanés.
Les ki i Smírni páli kegete
ki i kardiá stin pirkagiá,
ótan kurasméni érchete
i kenurgia prosfigiá.
Prósfiges se néa ékdosi
s’ éna drómo pia klistó·
i elpída gia dikeosi
méni óniro plastó,
i elpída gia dikeosi
méni óniro plastó.
|