Στ’ αδιέξοδο μπροστά
την πόρτα την ανοίγω,
τίποτα δε με σταματά.
Μη με ρωτάς γιατί θέλω να φύγω.
Θα φύγω μακριά
τους φίλους μας ν’ αλλάξω,
το σπίτι μας να μην το δω ξανά
και τις παλιές στιγμές να τις πετάξω.
Φεύγω και δε με σταματάς,
κοντά σου έχω κουραστεί.
Φεύγω και μη μ’ αναζητάς,
θα είναι η πόρτα μου κλειστή.
Θα ξεκινήσω τη ζωή μου απ’ την αρχή.
Θ’ αλλάξω τη ζωή
πριν γίνει καταδίκη,
κι όταν ξυπνήσω ένα πρωί
κάθε στιγμή που ζω να μου ανήκει.
Φεύγω και δε με σταματάς,
κοντά σου έχω κουραστεί.
Φεύγω και μη μ’ αναζητάς,
θα είναι η πόρτα μου κλειστή.
Θα ξεκινήσω τη ζωή μου απ’ την αρχή.
|
St’ adiéksodo brostá
tin pórta tin anigo,
típota de me stamatá.
Mi me rotás giatí thélo na fígo.
Tha fígo makriá
tus fílus mas n’ allákso,
to spíti mas na min to do ksaná
ke tis paliés stigmés na tis petákso.
Fevgo ke de me stamatás,
kontá su écho kurasti.
Fevgo ke mi m’ anazitás,
tha ine i pórta mu klistí.
Tha ksekiníso ti zoí mu ap’ tin archí.
Th’ allákso ti zoí
prin gini katadíki,
ki ótan ksipníso éna pri
káthe stigmí pu zo na mu aníki.
Fevgo ke de me stamatás,
kontá su écho kurasti.
Fevgo ke mi m’ anazitás,
tha ine i pórta mu klistí.
Tha ksekiníso ti zoí mu ap’ tin archí.
|