Στα στέκια της ψαραγοράς
την ώρα που βραδιάζει
πηγαίνει η αφρόκρεμα
εκεί και την αράζει
Πάνε οι γερο ναυτικοί,
παν οι καπεταναίοι
βλέπουν τους άλλους να γλεντούν
κι ένας καημός τους καίει
Ο καπετάν ο Κωνσταντής
με τη φαρδιά μουστάκα
κι ο Μανωλιός ο Κρητικός
με τη μεγάλη βράκα
Και αν αράξαν στη στεριά
ο νους τους ταξιδεύει
είναι καημός η θάλασσα
γι αυτό και τους παιδεύει
Λοστρόμοι και μηχανικοί
ναύτες και θερμαστράδες
οι ναυτικοί όταν γλεντούν
ξοδεύουνε παράδες
Στα στέκια της ψαραγοράς
ως το πρωί γλεντάνε
κι όταν γλυκοχαράζει πια
για τη δουλειά τους πάνε
|
Sta stékia tis psaragorás
tin óra pu vradiázi
pigeni i afrókrema
eki ke tin arázi
Páne i gero naftiki,
pan i kapetanei
vlépun tus állus na glentun
ki énas kaimós tus kei
O kapetán o Konstantís
me ti fardiá mustáka
ki o Manoliós o Kritikós
me ti megáli vráka
Ke an aráksan sti steriá
o nus tus taksidevi
ine kaimós i thálassa
gi aftó ke tus pedevi
Lostrómi ke michaniki
naftes ke thermastrádes
i naftiki ótan glentun
ksodevune parádes
Sta stékia tis psaragorás
os to pri glentáne
ki ótan glikocharázi pia
gia ti duliá tus páne
|