Στάλα στάλα, στάλα στάλα
πέφτει σιγανή ψιχάλα
και το χλωμό το παλικάρι,
που κακό δρόμο έχει πάρει.
Ντυμένος στα κουρέλια του
σέρνει αργά τα βήματα,
ντυμένος στα κουρέλια του
πολλά πληρώνει κρίματα.
Δίχως μάνα, δίχως σπίτι
τριγυρνά σαν τον αλήτη,
που να σταθεί, που ν’ ακουμπήσει
γι’ αυτόν οι πόρτες έχουνε κλείσει.
Ήταν πολλά τα λάθη του
και τα παραπατήματα,
ήταν πολλά τα λάθη του
πολλά πληρώνει κρίματα.
Είν’ η ώρα περασμένη
κι η πολιτεία κοιμισμένη,
έχ’ η καρδιά του απόψε σπάσει
που να σταθεί, που να πλαγιάσει.
Ντυμένος στα κουρέλια του
σέρνει αργά τα βήματα,
ντυμένος στα κουρέλια του
πολλά πληρώνει κρίματα.
|
Stála stála, stála stála
péfti siganí psichála
ke to chlomó to palikári,
pu kakó drómo échi pári.
Ntiménos sta kurélia tu
sérni argá ta vímata,
ntiménos sta kurélia tu
pollá pliróni krímata.
Díchos mána, díchos spíti
trigirná san ton alíti,
pu na stathi, pu n’ akubísi
gi’ aftón i pórtes échune klisi.
Ήtan pollá ta láthi tu
ke ta parapatímata,
ítan pollá ta láthi tu
pollá pliróni krímata.
In’ i óra perasméni
ki i politia kimisméni,
éch’ i kardiá tu apópse spási
pu na stathi, pu na plagiási.
Ntiménos sta kurélia tu
sérni argá ta vímata,
ntiménos sta kurélia tu
pollá pliróni krímata.
|