Σ’ αγάπησα, μικρή μου, με χαρά,
γλυκιά, τρελή, ξανθή μου Μπουτζαλιά,
έλα να σε φιλήσω εις το στόμα,
τι άλλο θες αγάπη μου ακόμα.
Θα σε μεθώ από φιλιά,
στ’ ορκίζουμαι μικρή μου Μπουτζαλιά.
Τα δυο ματάκια σου σαν με θωρούν,
αχ, πόσο με φλογίζουν την καρδιά
και μου την κάμουν χίλια δυο κομμάτια,
μικρή μου Μπουτζαλιά, τα δυο σου μάτια.
Με τρέλανες με μια ματιά,
στ’ ορκίζουμαι, μικρή μου Μπουτζαλιά.
Το σοβαρό σου, αχ, με ξετρελαίνει,
άλλαξε γνώμη πια κι είμαι τρελός
κι έλα γλυκά-γλυκά ν’ αγκαλιαστούμε
και με γλυκά φιλιά να ενωθούμε.
Με τρέλανες με μια ματιά,
στ’ ορκίζουμαι, μικρή μου Μπουτζαλιά.
|
S’ agápisa, mikrí mu, me chará,
glikiá, trelí, ksanthí mu Butzaliá,
éla na se filíso is to stóma,
ti állo thes agápi mu akóma.
Tha se methó apó filiá,
st’ orkízume mikrí mu Butzaliá.
Ta dio matákia su san me thorun,
ach, póso me flogizun tin kardiá
ke mu tin kámun chília dio kommátia,
mikrí mu Butzaliá, ta dio su mátia.
Me trélanes me mia matiá,
st’ orkízume, mikrí mu Butzaliá.
To sovaró su, ach, me ksetreleni,
állakse gnómi pia ki ime trelós
ki éla gliká-gliká n’ agkaliastume
ke me gliká filiá na enothume.
Me trélanes me mia matiá,
st’ orkízume, mikrí mu Butzaliá.
|