Στη γειτονιά τη φτωχική
σα φάντασμα γυρίζω,
και καρτερώ την Κυριακή
κι απ’ τον καημό δακρύζω.
Στη γειτονιά την Κυριακή
γυρίζει η λατέρνα
κι ένα μπουζούκι κελαηδεί
μες στην παλιά ταβέρνα,
μες στην παλιά ταβέρνα.
Μετρώ τα σπίτια τα παλιά
και τα στενά σοκάκια,
κάθε παράγκα μια φωλιά
για μας τα φτωχαδάκια.
Στη γειτονιά την Κυριακή
γυρίζει η λατέρνα
κι ένα μπουζούκι κελαηδεί
μες στην παλιά ταβέρνα,
μες στην παλιά ταβέρνα.
|
Sti gitoniá ti ftochikí
sa fántasma girízo,
ke karteró tin Kiriakí
ki ap’ ton kaimó dakrízo.
Sti gitoniá tin Kiriakí
girízi i latérna
ki éna buzuki kelaidi
mes stin paliá tavérna,
mes stin paliá tavérna.
Metró ta spítia ta paliá
ke ta stená sokákia,
káthe parágka mia foliá
gia mas ta ftochadákia.
Sti gitoniá tin Kiriakí
girízi i latérna
ki éna buzuki kelaidi
mes stin paliá tavérna,
mes stin paliá tavérna.
|