Είχαμε πάει στην Αιόλου
για ν’ αγοράσουμε παιχνίδια.
Σου `χα διαλέξει ένα πιστόλι
μου `χες διαλέξει ένα σπαθί
και σεργιανάγαμε στην πόλη
σαν στρατηγοί καμαρωτοί.
Κι εκεί σε κάποιο σταυροδρόμι
είδαμε ένα φτωχό αγόρι.
Το `χαν σκεπάσει μ’ ένα τσόλι
και πάλευε να ζεσταθεί
κι έκλαιγε η βροχή στην πόλη
μ’ ένα παράπονο βαθύ.
Και τότε δάκρυσες, θυμάμαι
και τότε ντράπηκα, θυμάμαι.
Και του `πες “πάρε το πιστόλι”
και του `πα “πάρε το σπαθί”
και σεργιανάγαμε στην πόλη
μ’ ένα καμάρι τι βαθύ.
|
Ichame pái stin Eólu
gia n’ agorásume pechnídia.
Su `cha dialéksi éna pistóli
mu `ches dialéksi éna spathí
ke sergianágame stin póli
san stratigi kamaroti.
Ki eki se kápio stavrodrómi
idame éna ftochó agóri.
To `chan skepási m’ éna tsóli
ke páleve na zestathi
ki éklege i vrochí stin póli
m’ éna parápono vathí.
Ke tóte dákrises, thimáme
ke tóte ntrápika, thimáme.
Ke tu `pes “páre to pistóli”
ke tu `pa “páre to spathí”
ke sergianágame stin póli
m’ éna kamári ti vathí.
|