Όταν κάποιο βράδυ θα σε ξυπνήσει απότομη η κραυγή σου
και τρέξεις στη μαμά σου να το πεις
Και κείνη τρομαγμένη μες στο ψυγείο κλείσει τη φωνή σου
μα θα ‘ναι αργά μεσάνυχτα και θα ‘χεις κουραστεί
Όταν θ’ αγαπήσεις το γέλιο σου και την αναπνοή σου
και δεις πως έχεις κάτι να μας πεις
Στο πλάι σου ο άνθρωπος που διάλεξες βιτρίνα στη ζωή σου,
τριάκοντα αργύρια αντίτιμο σιωπής
Πες μας τι θα γίνει αν κάποτε θ’ αγγίξεις το κορμί σου
και το βρεις τσακισμένο απ’ τις πληγές
Και γύρω σου κούκλες χλωμές ανίκανες ν’ ακούσουν τη φωνή σου
κι οι αλήθειες σου να σέρνονται στο πάτωμα γυμνές
|
Όtan kápio vrádi tha se ksipnísi apótomi i kravgí su
ke tréksis sti mamá su na to pis
Ke kini tromagméni mes sto psigio klisi ti foní su
ma tha ‘ne argá mesánichta ke tha ‘chis kurasti
Όtan th’ agapísis to gélio su ke tin anapnoí su
ke dis pos échis káti na mas pis
Sto plái su o ánthropos pu diálekses vitrína sti zoí su,
triákonta argiria antítimo siopís
Pes mas ti tha gini an kápote th’ angiksis to kormí su
ke to vris tsakisméno ap’ tis pligés
Ke giro su kukles chlomés aníkanes n’ akusun ti foní su
ki i alíthies su na sérnonte sto pátoma gimnés
|