Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι,
όταν χαμηλώνουν τ’ άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μου,
όταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων.
Αυτές οι πέτρες, που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια,
ως που θα με παρασύρουν;
Τη θάλασσα, τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;
Βλέπω τα χέρια κάθε αυγή να γνέφουν στο γύπα και στο γεράκι
δεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου,
βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων
κι έπειτα τα χαμόγελα, που δεν προχωρούν, των αγαλμάτων.
|
Sto stíthos mu i pligí anigi páli,
ótan chamilónun t’ ástra ke singenevun me to kormí mu,
ótan péfti sigí káto apó ta pélmata ton anthrópon.
Aftés i pétres, pu vuliázun mésa sta chrónia,
os pu tha me parasírun;
Ti thálassa, ti thálassa, pios tha borési na tin eksantlísi;
Olépo ta chéria káthe avgí na gnéfun sto gipa ke sto geráki
deméni páno sto vrácho pu égine me ton póno dikós mu,
vlépo ta déntra pu anasenun ti mavri galíni ton pethaménon
ki épita ta chamógela, pu den prochorun, ton agalmáton.
|