Κυριακή σε γνώρισα
κάτω στο Θησείο
και η πόλη έμοιαζε
άδειο καφενείο
έπεσα στα μάτια σου
βρήκα το σταυρό μου
κι ένα βλέμμα ονόμασα
τότε Κυριακή
Ήσουνα μπλεγμένο δίχτυ
κι εγώ λόγια απλά
δρόμος ήσουνα που βρήκε
στο γκρεμό ξαφνικά.
Ήσουνα μπλεγμένο δίχτυ
στη δική μου καρδιά
κι έμεινε μια Κυριακή
που δε χαμογελά.
Κυριακή σε σκέφτομαι
και σε περιμένω
και τον πόνο δέχομαι
σαν το πεπρωμένο
είπες πως δε σου έδωσα
τίποτα δικό μου
κι ένα ψέμα ονόμασα
τότε Κυριακή.
|
Kiriakí se gnórisa
káto sto Thisio
ke i póli émiaze
ádio kafenio
épesa sta mátia su
vríka to stavró mu
ki éna vlémma onómasa
tóte Kiriakí
Ήsuna blegméno díchti
ki egó lógia aplá
drómos ísuna pu vríke
sto gkremó ksafniká.
Ήsuna blegméno díchti
sti dikí mu kardiá
ki émine mia Kiriakí
pu de chamogelá.
Kiriakí se skéftome
ke se periméno
ke ton póno déchome
san to peproméno
ipes pos de su édosa
típota dikó mu
ki éna pséma onómasa
tóte Kiriakí.
|