Τ’ αυτοκίνητα που τρέχουν
την Ομόνοια διατρέχουν και ακούν
κάποια ανθρώπινα συντρίμια
κάποια ελληνικά αγρίμια να θρηνούν
Και πατώντας λίγο γκάζι
τ’ αυτοκίνητα με νάζι προσπερνούν
κάνοντας πως συζητάνε
το τιμόνι τους γυρνάνε να μη δουν
Πως τα φτιάχνουν τώρα Θεέ μου τ’ αυτοκίνητα
δίχως φρένο, μόνο γκάζι κι αεικίνητα
στολισμένα, γυαλισμένα κι ασυντήρητα
μόνο τρέχουν και δεν βλέπουν τ’ αυτοκίνητα
Τ’ αυτοκίνητα σβησμένα
σε μια μάντρα αραδιασμένα ξεψυχούν
αφημένα, σκουριασμένα
προσπαθούν απεγνωσμένα να σωθούν
Δίχως φρένο, δίχως γκάζι
δίχως το παλιό τους νάζι εκλιπαρούν
μην τυχόν από τους μόρτες
κι απ’ των μηχανών τους κόφτες διαλυθούν
|
T’ aftokínita pu tréchun
tin Omónia diatréchun ke akun
kápia anthrópina sintrímia
kápia elliniká agrímia na thrinun
Ke patóntas lígo gkázi
t’ aftokínita me názi prospernun
kánontas pos sizitáne
to timóni tus girnáne na mi dun
Pos ta ftiáchnun tóra Theé mu t’ aftokínita
díchos fréno, móno gkázi ki aikínita
stolisména, gialisména ki asintírita
móno tréchun ke den vlépun t’ aftokínita
T’ aftokínita svisména
se mia mántra aradiasména ksepsichun
afiména, skuriasména
prospathun apegnosména na sothun
Díchos fréno, díchos gkázi
díchos to palió tus názi ekliparun
min tichón apó tus mórtes
ki ap’ ton michanón tus kóftes dialithun
|